- βαραθρώδης
- βαραθρώδης, -ες (Α)1. όμοιος με βάραθρο2. (για δρόμο) επικίνδυνος, απόκρημνος3. (για πρόσωπα) καταστρεπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαραθρώδης — like a pit masc/fem acc pl (attic epic doric) βαραθρώδης like a pit masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βαραθρώδης like a pit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαραθρώδει — βαραθρώδης like a pit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βαραθρώδης like a pit masc/fem/neut dat sg βαραθρώδεϊ , βαραθρώδης like a pit dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαραθρώδη — βαραθρώδης like a pit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βαραθρώδης like a pit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βαραθρώδης like a pit masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαραθρῶδες — βαραθρώδης like a pit masc/fem voc sg βαραθρώδης like a pit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαραθρώδεις — βαραθρώδης like a pit masc/fem acc pl βαραθρώδης like a pit masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αβυσσαλέος — α, ο [άβυσσος, η] 1. απύθμενος, χαώδης 2. κρημνώδης, βαραθρώδης 3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος … Dictionary of Greek
καταχάσκω — (AM καταχάσκω) νεοελλ. (για τόπους) αυτός που χαίνει, που χάσκει, που έχει μεγάλο βάθος, βαραθρώδης («καταχάσκουσα χαράδρα») μσν. αρχ. ανοίγω πολύ το στόμα σαν για να καταπιώ κάτι … Dictionary of Greek